σωματοφθόρος

σωματοφθόρος
-ον, ΜΑ
αυτός που καταστρέφει το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. πολεμο-φθόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • телотленный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. бренный, облеченный в тленную плоть (Мин. мес. сент.… …   Словарь церковнославянского языка

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐՄՆԱԶԵՂԾ — (ի, ից.) NBH 2 0227 Chronological Sequence: Early classical ա. σωματοφθόρος corpore corruptus. Զեղծեալ մարմնով, ըստ պղծութեան, կամ ըստ խօթութեան եւ բնական պակասութեան. *Ընչասէր, կամ մարմնազեղծ, կամ արիւնահեղ: Թէ ոք ներքինի իցէ, կամ մարմնազեղծ, եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”